Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρχάλα — η, Ν 1. βαλανίδι που συλλέγουν το φθινόπωρο 2. μτφ. πόρνη με χαλαρές σάρκες … Dictionary of Greek
χαρχάλα — η το βελάνι που μαζεύεται το φθινόπωρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)